Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλάμφοδος
μεγαλάνωρ
μεγαλάρτια
μεγαλαυχέω
μεγαλαύχημα
μεγαλαύχην
μεγαλαυχητέον
μεγαλαύχητος
μεγαλαυχία
μεγάλαυχος
μεγαλεῖος
μεγαλειότης
μεγαλειωτός
μεγαλέμπορος
μεγαλεπίβολος
μεγαλεπίβουλος
μεγαληγορέω
μεγαληγορία
μεγαλήγορος
μεγαληνορία
μεγαλήνωρ
View word page
μεγαλεῖος
magnificent, splendid

ShortDef

magnificent, splendid

Debugging

Headword:
μεγαλεῖος
Headword (normalized):
μεγαλεῖος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλειος
IDX:
54940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54941
Key:

Data

{'content': 'magnificent, splendid'}