Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλάμπρως
μεγαλάμφοδος
μεγαλάνωρ
μεγαλάρτια
μεγαλαυχέω
μεγαλαύχημα
μεγαλαύχην
μεγαλαυχητέον
μεγαλαύχητος
μεγαλαυχία
μεγάλαυχος
μεγαλεῖος
μεγαλειότης
μεγαλειωτός
μεγαλέμπορος
μεγαλεπίβολος
μεγαλεπίβουλος
μεγαληγορέω
μεγαληγορία
μεγαλήγορος
μεγαληνορία
View word page
μεγάλαυχος
greatly boasting, very glorious

ShortDef

greatly boasting, very glorious

Debugging

Headword:
μεγάλαυχος
Headword (normalized):
μεγάλαυχος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλαυχος
IDX:
54939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54940
Key:

Data

{'content': 'greatly boasting, very glorious'}