Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναγγελτικός
ἀνάγγελτος
ἀναγείρω
ἀναγελάω
ἀναγεννάω
ἀναγέννησις
ἀναγεννητικός
ἀναγέομαι
ἀναγεπόπτης
ἀναγεύω
ἀναγηρύομαι
ἀναγής
ἀναγιγνώσκω
ἀναγινώσκω
ἀναγκάζω
ἀναγκαῖον
ἀναγκαιοπότης
ἀναγκαῖος
ἀναγκαιότης
ἀνάγκασμα
ἀναγκαστέος
View word page
ἀναγηρύομαι
cry aloud
ShortDef
cry aloud
Debugging
Headword:
ἀναγηρύομαι
Headword (normalized):
ἀναγηρύομαι
Headword (normalized/stripped):
αναγηρυομαι
IDX:
5493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5494
Key:
Data
{'content': 'cry aloud'}