Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεγαλαλκής
μεγαλάμπρως
μεγαλάμφοδος
μεγαλάνωρ
μεγαλάρτια
μεγαλαυχέω
μεγαλαύχημα
μεγαλαύχην
μεγαλαυχητέον
μεγαλαύχητος
μεγαλαυχία
μεγάλαυχος
μεγαλεῖος
μεγαλειότης
μεγαλειωτός
μεγαλέμπορος
μεγαλεπίβολος
μεγαλεπίβουλος
μεγαληγορέω
μεγαληγορία
μεγαλήγορος
View word page
μεγαλαυχία
great boasting, arrogance
ShortDef
great boasting, arrogance
Debugging
Headword:
μεγαλαυχία
Headword (normalized):
μεγαλαυχία
Headword (normalized/stripped):
μεγαλαυχια
IDX:
54938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54939
Key:
Data
{'content': 'great boasting, arrogance'}