Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγακυδής
μεγαλάδικος
μεγαλαλκής
μεγαλάμπρως
μεγαλάμφοδος
μεγαλάνωρ
μεγαλάρτια
μεγαλαυχέω
μεγαλαύχημα
μεγαλαύχην
μεγαλαυχητέον
μεγαλαύχητος
μεγαλαυχία
μεγάλαυχος
μεγαλεῖος
μεγαλειότης
μεγαλειωτός
μεγαλέμπορος
μεγαλεπίβολος
μεγαλεπίβουλος
μεγαληγορέω
View word page
μεγαλαυχητέον
one must boast

ShortDef

one must boast

Debugging

Headword:
μεγαλαυχητέον
Headword (normalized):
μεγαλαυχητέον
Headword (normalized/stripped):
μεγαλαυχητεον
IDX:
54936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54937
Key:

Data

{'content': 'one must boast'}