Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαίρω
μεγακήτης
μεγακλεής
μεγακυδής
μεγαλάδικος
μεγαλαλκής
μεγαλάμπρως
μεγαλάμφοδος
μεγαλάνωρ
μεγαλάρτια
μεγαλαυχέω
μεγαλαύχημα
μεγαλαύχην
μεγαλαυχητέον
μεγαλαύχητος
μεγαλαυχία
μεγάλαυχος
μεγαλεῖος
μεγαλειότης
μεγαλειωτός
μεγαλέμπορος
View word page
μεγαλαυχέω
to boast highly, talk big

ShortDef

to boast highly, talk big

Debugging

Headword:
μεγαλαυχέω
Headword (normalized):
μεγαλαυχέω
Headword (normalized/stripped):
μεγαλαυχεω
IDX:
54933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54934
Key:

Data

{'content': 'to boast highly, talk big'}