Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαθαρσής
μεγάθυμος
μεγαίνητος
Μέγαιρα
μεγαίρω
μεγακήτης
μεγακλεής
μεγακυδής
μεγαλάδικος
μεγαλαλκής
μεγαλάμπρως
μεγαλάμφοδος
μεγαλάνωρ
μεγαλάρτια
μεγαλαυχέω
μεγαλαύχημα
μεγαλαύχην
μεγαλαυχητέον
μεγαλαύχητος
μεγαλαυχία
μεγάλαυχος
View word page
μεγαλάμπρως
splendidly, munificently

ShortDef

splendidly, munificently

Debugging

Headword:
μεγαλάμπρως
Headword (normalized):
μεγαλάμπρως
Headword (normalized/stripped):
μεγαλαμπρως
IDX:
54929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54930
Key:

Data

{'content': 'splendidly, munificently'}