Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάγγελμα
ἀνάγγελος
ἀναγγελτικός
ἀνάγγελτος
ἀναγείρω
ἀναγελάω
ἀναγεννάω
ἀναγέννησις
ἀναγεννητικός
ἀναγέομαι
ἀναγεπόπτης
ἀναγεύω
ἀναγηρύομαι
ἀναγής
ἀναγιγνώσκω
ἀναγινώσκω
ἀναγκάζω
ἀναγκαῖον
ἀναγκαιοπότης
ἀναγκαῖος
ἀναγκαιότης
View word page
ἀναγεπόπτης
uplifting to full vision

ShortDef

uplifting to full vision

Debugging

Headword:
ἀναγεπόπτης
Headword (normalized):
ἀναγεπόπτης
Headword (normalized/stripped):
αναγεποπτης
IDX:
5491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5492
Key:

Data

{'content': 'uplifting to full vision'}