Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαψυλάκας
μγʹ
μδʹ
μεʹ
Μεγάβαζος
Μεγαβάτης
Μεγάβυζος
μεγάβυξος
μεγαδάκτυλος
Μεγάδης
μεγαθαμβής
μεγαθαρσής
μεγάθυμος
μεγαίνητος
Μέγαιρα
μεγαίρω
μεγακήτης
μεγακλεής
μεγακυδής
μεγαλάδικος
μεγαλαλκής
View word page
μεγαθαμβής
greatly astounded

ShortDef

greatly astounded

Debugging

Headword:
μεγαθαμβής
Headword (normalized):
μεγαθαμβής
Headword (normalized/stripped):
μεγαθαμβης
IDX:
54918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54919
Key:

Data

{'content': 'greatly astounded'}