Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μάχλος
μαχλοσύνη
Μαχμά
μάχομαι
μαχομένως
μάψ2
μαψαῦραι
μαψίδιος
μαψιλόγος
μαψιτόκος
μαψυλάκας
μγʹ
μδʹ
μεʹ
Μεγάβαζος
Μεγαβάτης
Μεγάβυζος
μεγάβυξος
μεγαδάκτυλος
Μεγάδης
μεγαθαμβής
View word page
μαψυλάκας
idly barking
ShortDef
idly barking
Debugging
Headword:
μαψυλάκας
Headword (normalized):
μαψυλάκας
Headword (normalized/stripped):
μαψυλακας
IDX:
54908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54909
Key:
Data
{'content': 'idly barking'}