Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μαχλεύομαι
μαχλικός
μάχλος
μαχλοσύνη
Μαχμά
μάχομαι
μαχομένως
μάψ2
μαψαῦραι
μαψίδιος
μαψιλόγος
μαψιτόκος
μαψυλάκας
μγʹ
μδʹ
μεʹ
Μεγάβαζος
Μεγαβάτης
Μεγάβυζος
μεγάβυξος
μεγαδάκτυλος
View word page
μαψιλόγος
idly talking
ShortDef
idly talking
Debugging
Headword:
μαψιλόγος
Headword (normalized):
μαψιλόγος
Headword (normalized/stripped):
μαψιλογος
IDX:
54906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54907
Key:
Data
{'content': 'idly talking'}