Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαχιμώδης
μαχλεύομαι
μαχλικός
μάχλος
μαχλοσύνη
Μαχμά
μάχομαι
μαχομένως
μάψ2
μαψαῦραι
μαψίδιος
μαψιλόγος
μαψιτόκος
μαψυλάκας
μγʹ
μδʹ
μεʹ
Μεγάβαζος
Μεγαβάτης
Μεγάβυζος
μεγάβυξος
View word page
μαψίδιος
vain, false

ShortDef

vain, false

Debugging

Headword:
μαψίδιος
Headword (normalized):
μαψίδιος
Headword (normalized/stripped):
μαψιδιος
IDX:
54905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54906
Key:

Data

{'content': 'vain, false'}