Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μαχητός
μάχιμος
μαχιμώδης
μαχλεύομαι
μαχλικός
μάχλος
μαχλοσύνη
Μαχμά
μάχομαι
μαχομένως
μάψ2
μαψαῦραι
μαψίδιος
μαψιλόγος
μαψιτόκος
μαψυλάκας
μγʹ
μδʹ
μεʹ
Μεγάβαζος
Μεγαβάτης
View word page
μάψ2
in vain, idly, fruitlessly
ShortDef
in vain, idly, fruitlessly
Debugging
Headword:
μάψ2
Headword (normalized):
μάψ
Headword (normalized/stripped):
μαψ2
IDX:
54903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54904
Key:
Data
{'content': 'in vain, idly, fruitlessly'}