Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαχητικός
μαχητός
μάχιμος
μαχιμώδης
μαχλεύομαι
μαχλικός
μάχλος
μαχλοσύνη
Μαχμά
μάχομαι
μαχομένως
μάψ2
μαψαῦραι
μαψίδιος
μαψιλόγος
μαψιτόκος
μαψυλάκας
μγʹ
μδʹ
μεʹ
Μεγάβαζος
View word page
μαχομένως
pugnaciously

ShortDef

pugnaciously

Debugging

Headword:
μαχομένως
Headword (normalized):
μαχομένως
Headword (normalized/stripped):
μαχομενως
IDX:
54902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54903
Key:

Data

{'content': 'pugnaciously'}