Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μαχητής
μαχητικός
μαχητός
μάχιμος
μαχιμώδης
μαχλεύομαι
μαχλικός
μάχλος
μαχλοσύνη
Μαχμά
μάχομαι
μαχομένως
μάψ2
μαψαῦραι
μαψίδιος
μαψιλόγος
μαψιτόκος
μαψυλάκας
μγʹ
μδʹ
μεʹ
View word page
μάχομαι
to fight
ShortDef
to fight
Debugging
Headword:
μάχομαι
Headword (normalized):
μάχομαι
Headword (normalized/stripped):
μαχομαι
IDX:
54901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54902
Key:
Data
{'content': 'to fight'}