Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναγγελία
ἀναγγέλλω
ἀνάγγελμα
ἀνάγγελος
ἀναγγελτικός
ἀνάγγελτος
ἀναγείρω
ἀναγελάω
ἀναγεννάω
ἀναγέννησις
ἀναγεννητικός
ἀναγέομαι
ἀναγεπόπτης
ἀναγεύω
ἀναγηρύομαι
ἀναγής
ἀναγιγνώσκω
ἀναγινώσκω
ἀναγκάζω
ἀναγκαῖον
ἀναγκαιοπότης
View word page
ἀναγεννητικός
able to produce

ShortDef

able to produce

Debugging

Headword:
ἀναγεννητικός
Headword (normalized):
ἀναγεννητικός
Headword (normalized/stripped):
αναγεννητικος
IDX:
5489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5490
Key:

Data

{'content': 'able to produce'}