Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μαχήμων
μάχηνδε
μαχητέον
μαχητής
μαχητικός
μαχητός
μάχιμος
μαχιμώδης
μαχλεύομαι
μαχλικός
μάχλος
μαχλοσύνη
Μαχμά
μάχομαι
μαχομένως
μάψ2
μαψαῦραι
μαψίδιος
μαψιλόγος
μαψιτόκος
μαψυλάκας
View word page
μάχλος
lewd, lustful
ShortDef
lewd, lustful
Debugging
Headword:
μάχλος
Headword (normalized):
μάχλος
Headword (normalized/stripped):
μαχλος
IDX:
54898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54899
Key:
Data
{'content': 'lewd, lustful'}