Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μαχετέος
μάχη
μαχήμων
μάχηνδε
μαχητέον
μαχητής
μαχητικός
μαχητός
μάχιμος
μαχιμώδης
μαχλεύομαι
μαχλικός
μάχλος
μαχλοσύνη
Μαχμά
μάχομαι
μαχομένως
μάψ2
μαψαῦραι
μαψίδιος
μαψιλόγος
View word page
μαχλεύομαι
to be lewd
ShortDef
to be lewd
Debugging
Headword:
μαχλεύομαι
Headword (normalized):
μαχλεύομαι
Headword (normalized/stripped):
μαχλευομαι
IDX:
54896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54897
Key:
Data
{'content': 'to be lewd'}