Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναγαργάριστον
ἀναγγείωτος
ἀναγγελία
ἀναγγέλλω
ἀνάγγελμα
ἀνάγγελος
ἀναγγελτικός
ἀνάγγελτος
ἀναγείρω
ἀναγελάω
ἀναγεννάω
ἀναγέννησις
ἀναγεννητικός
ἀναγέομαι
ἀναγεπόπτης
ἀναγεύω
ἀναγηρύομαι
ἀναγής
ἀναγιγνώσκω
ἀναγινώσκω
ἀναγκάζω
View word page
ἀναγεννάω
to beget anew, regenerate
ShortDef
to beget anew, regenerate
Debugging
Headword:
ἀναγεννάω
Headword (normalized):
ἀναγεννάω
Headword (normalized/stripped):
αναγενναω
IDX:
5487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5488
Key:
Data
{'content': 'to beget anew, regenerate'}