Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μαχαίριον
μαχαιρίς
μαχαιροδέτης
μαχαιροθήκη
μαχαιρομαχέω
μαχαιροποιεῖον
μαχαιροποιός
μαχαιροπώλης
μαχαιροπώλιον
μαχαιροφορά
μαχαιροφορέω
μαχαιροφόρος
μαχαιρόφυλλον
μαχαιρωτός
μαχανά
μαχατάς
μαχάω
Μαχάων
μαχετέον
μαχετέος
μάχη
View word page
μαχαιροφορέω
wear a sabre
ShortDef
wear a sabre
Debugging
Headword:
μαχαιροφορέω
Headword (normalized):
μαχαιροφορέω
Headword (normalized/stripped):
μαχαιροφορεω
IDX:
54877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54878
Key:
Data
{'content': 'wear a sabre'}