Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μαύσσωλλος
Μαυσώλειον
μαφόρτης
μάχα
μάχαιρα
μαχαιρᾶς
μαχαίριον
μαχαιρίς
μαχαιροδέτης
μαχαιροθήκη
μαχαιρομαχέω
μαχαιροποιεῖον
μαχαιροποιός
μαχαιροπώλης
μαχαιροπώλιον
μαχαιροφορά
μαχαιροφορέω
μαχαιροφόρος
μαχαιρόφυλλον
μαχαιρωτός
μαχανά
View word page
μαχαιρομαχέω
fight with a μάχαιρα

ShortDef

fight with a μάχαιρα

Debugging

Headword:
μαχαιρομαχέω
Headword (normalized):
μαχαιρομαχέω
Headword (normalized/stripped):
μαχαιρομαχεω
IDX:
54871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54872
Key:

Data

{'content': 'fight with a μάχαιρα'}