Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναγαργαριστέον
ἀναγαργάριστον
ἀναγγείωτος
ἀναγγελία
ἀναγγέλλω
ἀνάγγελμα
ἀνάγγελος
ἀναγγελτικός
ἀνάγγελτος
ἀναγείρω
ἀναγελάω
ἀναγεννάω
ἀναγέννησις
ἀναγεννητικός
ἀναγέομαι
ἀναγεπόπτης
ἀναγεύω
ἀναγηρύομαι
ἀναγής
ἀναγιγνώσκω
ἀναγινώσκω
View word page
ἀναγελάω
to laugh loud
ShortDef
to laugh loud
Debugging
Headword:
ἀναγελάω
Headword (normalized):
ἀναγελάω
Headword (normalized/stripped):
αναγελαω
IDX:
5486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5487
Key:
Data
{'content': 'to laugh loud'}