Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαῦλις
μαῦλις2
μαυλιστήπιον
Μαυρουσία
Μαυρούσιος
μαυρόω
Μαύσσωλλος
Μαυσώλειον
μαφόρτης
μάχα
μάχαιρα
μαχαιρᾶς
μαχαίριον
μαχαιρίς
μαχαιροδέτης
μαχαιροθήκη
μαχαιρομαχέω
μαχαιροποιεῖον
μαχαιροποιός
μαχαιροπώλης
μαχαιροπώλιον
View word page
μάχαιρα
a large knife

ShortDef

a large knife

Debugging

Headword:
μάχαιρα
Headword (normalized):
μάχαιρα
Headword (normalized/stripped):
μαχαιρα
IDX:
54865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54866
Key:

Data

{'content': 'a large knife'}