Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ματταθίας
ματτυάζω
ματτύη
μαῦλις
μαῦλις2
μαυλιστήπιον
Μαυρουσία
Μαυρούσιος
μαυρόω
Μαύσσωλλος
Μαυσώλειον
μαφόρτης
μάχα
μάχαιρα
μαχαιρᾶς
μαχαίριον
μαχαιρίς
μαχαιροδέτης
μαχαιροθήκη
μαχαιρομαχέω
μαχαιροποιεῖον
View word page
Μαυσώλειον
a mausoleum

ShortDef

a mausoleum

Debugging

Headword:
Μαυσώλειον
Headword (normalized):
μαυσώλειον
Headword (normalized/stripped):
μαυσωλειον
IDX:
54862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54863
Key:

Data

{'content': 'a mausoleum'}