Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μάτος
ματρόδοκος
ματρόθεν
ματρομάτωρ
ματρόπολις
ματροπόλος
ματρυιά
ματρυλεῖον
μάτρυλλος
Ματταθίας
ματτυάζω
ματτύη
μαῦλις
μαῦλις2
μαυλιστήπιον
Μαυρουσία
Μαυρούσιος
μαυρόω
Μαύσσωλλος
Μαυσώλειον
μαφόρτης
View word page
ματτυάζω
eat
ShortDef
eat
Debugging
Headword:
ματτυάζω
Headword (normalized):
ματτυάζω
Headword (normalized/stripped):
ματτυαζω
IDX:
54853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54854
Key:
Data
{'content': 'eat'}