Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μάτηρ
ματία
Ματιανός
ματίη
ματιολοιχός
μάτος
ματρόδοκος
ματρόθεν
ματρομάτωρ
ματρόπολις
ματροπόλος
ματρυιά
ματρυλεῖον
μάτρυλλος
Ματταθίας
ματτυάζω
ματτύη
μαῦλις
μαῦλις2
μαυλιστήπιον
Μαυρουσία
View word page
ματροπόλος
attending to mothers

ShortDef

attending to mothers

Debugging

Headword:
ματροπόλος
Headword (normalized):
ματροπόλος
Headword (normalized/stripped):
ματροπολος
IDX:
54848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54849
Key:

Data

{'content': 'attending to mothers'}