Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ματαιόω
ματαϊσμός
Μάταλλος
ματάω
ματεύω
μάτη
μάτην
μάτηρ
ματία
Ματιανός
ματίη
ματιολοιχός
μάτος
ματρόδοκος
ματρόθεν
ματρομάτωρ
ματρόπολις
ματροπόλος
ματρυιά
ματρυλεῖον
μάτρυλλος
View word page
ματίη
fruitless toil
ShortDef
fruitless toil
Debugging
Headword:
ματίη
Headword (normalized):
ματίη
Headword (normalized/stripped):
ματιη
IDX:
54841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54842
Key:
Data
{'content': 'fruitless toil'}