Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ματαιοφωνία
ματαιόφωνος
ματαιόω
ματαϊσμός
Μάταλλος
ματάω
ματεύω
μάτη
μάτην
μάτηρ
ματία
Ματιανός
ματίη
ματιολοιχός
μάτος
ματρόδοκος
ματρόθεν
ματρομάτωρ
ματρόπολις
ματροπόλος
ματρυιά
View word page
ματία
a vain attempt

ShortDef

a vain attempt

Debugging

Headword:
ματία
Headword (normalized):
ματία
Headword (normalized/stripped):
ματια
IDX:
54839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54840
Key:

Data

{'content': 'a vain attempt'}