Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ματαιόφρων
ματαιοφωνία
ματαιόφωνος
ματαιόω
ματαϊσμός
Μάταλλος
ματάω
ματεύω
μάτη
μάτην
μάτηρ
ματία
Ματιανός
ματίη
ματιολοιχός
μάτος
ματρόδοκος
ματρόθεν
ματρομάτωρ
ματρόπολις
ματροπόλος
View word page
μάτηρ
mother

ShortDef

mother

Debugging

Headword:
μάτηρ
Headword (normalized):
μάτηρ
Headword (normalized/stripped):
ματηρ
IDX:
54838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54839
Key:

Data

{'content': 'mother'}