Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ματαιότης
ματαιόφρων
ματαιοφωνία
ματαιόφωνος
ματαιόω
ματαϊσμός
Μάταλλος
ματάω
ματεύω
μάτη
μάτην
μάτηρ
ματία
Ματιανός
ματίη
ματιολοιχός
μάτος
ματρόδοκος
ματρόθεν
ματρομάτωρ
ματρόπολις
View word page
μάτην
in vain, idly, fruitlessly
ShortDef
in vain, idly, fruitlessly
Debugging
Headword:
μάτην
Headword (normalized):
μάτην
Headword (normalized/stripped):
ματην
IDX:
54837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54838
Key:
Data
{'content': 'in vain, idly, fruitlessly'}