Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ματαιοτεχνία
ματαιότης
ματαιόφρων
ματαιοφωνία
ματαιόφωνος
ματαιόω
ματαϊσμός
Μάταλλος
ματάω
ματεύω
μάτη
μάτην
μάτηρ
ματία
Ματιανός
ματίη
ματιολοιχός
μάτος
ματρόδοκος
ματρόθεν
ματρομάτωρ
View word page
μάτη
a folly, a fault

ShortDef

a folly, a fault

Debugging

Headword:
μάτη
Headword (normalized):
μάτη
Headword (normalized/stripped):
ματη
IDX:
54836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54837
Key:

Data

{'content': 'a folly, a fault'}