Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ματαιότεκνος
ματαιοτεχνία
ματαιότης
ματαιόφρων
ματαιοφωνία
ματαιόφωνος
ματαιόω
ματαϊσμός
Μάταλλος
ματάω
ματεύω
μάτη
μάτην
μάτηρ
ματία
Ματιανός
ματίη
ματιολοιχός
μάτος
ματρόδοκος
ματρόθεν
View word page
ματεύω
to seek, search

ShortDef

to seek, search

Debugging

Headword:
ματεύω
Headword (normalized):
ματεύω
Headword (normalized/stripped):
ματευω
IDX:
54835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54836
Key:

Data

{'content': 'to seek, search'}