Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μάταιος
ματαιότεκνος
ματαιοτεχνία
ματαιότης
ματαιόφρων
ματαιοφωνία
ματαιόφωνος
ματαιόω
ματαϊσμός
Μάταλλος
ματάω
ματεύω
μάτη
μάτην
μάτηρ
ματία
Ματιανός
ματίη
ματιολοιχός
μάτος
ματρόδοκος
View word page
ματάω
to be idle, to dally, loiter, linger

ShortDef

to be idle, to dally, loiter, linger

Debugging

Headword:
ματάω
Headword (normalized):
ματάω
Headword (normalized/stripped):
ματαω
IDX:
54834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54835
Key:

Data

{'content': 'to be idle, to dally, loiter, linger'}