Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ματαιοπόνος
ματαιοπώγων
μάταιος
ματαιότεκνος
ματαιοτεχνία
ματαιότης
ματαιόφρων
ματαιοφωνία
ματαιόφωνος
ματαιόω
ματαϊσμός
Μάταλλος
ματάω
ματεύω
μάτη
μάτην
μάτηρ
ματία
Ματιανός
ματίη
ματιολοιχός
View word page
ματαϊσμός
fart
ShortDef
fart
Debugging
Headword:
ματαϊσμός
Headword (normalized):
ματαϊσμός
Headword (normalized/stripped):
ματαισμος
IDX:
54832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54833
Key:
Data
{'content': 'fart'}