Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ματαιολογία
ματαιολόγος
ματαιοποιός
ματαιοπονέω
ματαιοπόνημα
ματαιοπονία
ματαιοπόνος
ματαιοπώγων
μάταιος
ματαιότεκνος
ματαιοτεχνία
ματαιότης
ματαιόφρων
ματαιοφωνία
ματαιόφωνος
ματαιόω
ματαϊσμός
Μάταλλος
ματάω
ματεύω
μάτη
View word page
ματαιοτεχνία
useless art
ShortDef
useless art
Debugging
Headword:
ματαιοτεχνία
Headword (normalized):
ματαιοτεχνία
Headword (normalized/stripped):
ματαιοτεχνια
IDX:
54826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54827
Key:
Data
{'content': 'useless art'}