Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ματαιολογέω
ματαιολογία
ματαιολόγος
ματαιοποιός
ματαιοπονέω
ματαιοπόνημα
ματαιοπονία
ματαιοπόνος
ματαιοπώγων
μάταιος
ματαιότεκνος
ματαιοτεχνία
ματαιότης
ματαιόφρων
ματαιοφωνία
ματαιόφωνος
ματαιόω
ματαϊσμός
Μάταλλος
ματάω
ματεύω
View word page
ματαιότεκνος
having illegitimate children

ShortDef

having illegitimate children

Debugging

Headword:
ματαιότεκνος
Headword (normalized):
ματαιότεκνος
Headword (normalized/stripped):
ματαιοτεκνος
IDX:
54825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54826
Key:

Data

{'content': 'having illegitimate children'}