Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ματαιοβαστάκτης
ματαιόκομπος
ματαιολογέω
ματαιολογία
ματαιολόγος
ματαιοποιός
ματαιοπονέω
ματαιοπόνημα
ματαιοπονία
ματαιοπόνος
ματαιοπώγων
μάταιος
ματαιότεκνος
ματαιοτεχνία
ματαιότης
ματαιόφρων
ματαιοφωνία
ματαιόφωνος
ματαιόω
ματαϊσμός
Μάταλλος
View word page
ματαιοπώγων
having a beard in vain

ShortDef

having a beard in vain

Debugging

Headword:
ματαιοπώγων
Headword (normalized):
ματαιοπώγων
Headword (normalized/stripped):
ματαιοπωγων
IDX:
54823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54824
Key:

Data

{'content': 'having a beard in vain'}