Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ματᾴζω
ματαιοβαστάκτης
ματαιόκομπος
ματαιολογέω
ματαιολογία
ματαιολόγος
ματαιοποιός
ματαιοπονέω
ματαιοπόνημα
ματαιοπονία
ματαιοπόνος
ματαιοπώγων
μάταιος
ματαιότεκνος
ματαιοτεχνία
ματαιότης
ματαιόφρων
ματαιοφωνία
ματαιόφωνος
ματαιόω
ματαϊσμός
View word page
ματαιοπόνος
labouring in vain

ShortDef

labouring in vain

Debugging

Headword:
ματαιοπόνος
Headword (normalized):
ματαιοπόνος
Headword (normalized/stripped):
ματαιοπονος
IDX:
54822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54823
Key:

Data

{'content': 'labouring in vain'}