Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μασχαλιστήρ
ματᾴζω
ματαιοβαστάκτης
ματαιόκομπος
ματαιολογέω
ματαιολογία
ματαιολόγος
ματαιοποιός
ματαιοπονέω
ματαιοπόνημα
ματαιοπονία
ματαιοπόνος
ματαιοπώγων
μάταιος
ματαιότεκνος
ματαιοτεχνία
ματαιότης
ματαιόφρων
ματαιοφωνία
ματαιόφωνος
ματαιόω
View word page
ματαιοπονία
labour in vain
ShortDef
labour in vain
Debugging
Headword:
ματαιοπονία
Headword (normalized):
ματαιοπονία
Headword (normalized/stripped):
ματαιοπονια
IDX:
54821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54822
Key:
Data
{'content': 'labour in vain'}