Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μασχαλισμός
μασχαλιστήρ
ματᾴζω
ματαιοβαστάκτης
ματαιόκομπος
ματαιολογέω
ματαιολογία
ματαιολόγος
ματαιοποιός
ματαιοπονέω
ματαιοπόνημα
ματαιοπονία
ματαιοπόνος
ματαιοπώγων
μάταιος
ματαιότεκνος
ματαιοτεχνία
ματαιότης
ματαιόφρων
ματαιοφωνία
ματαιόφωνος
View word page
ματαιοπόνημα
work done in vain

ShortDef

work done in vain

Debugging

Headword:
ματαιοπόνημα
Headword (normalized):
ματαιοπόνημα
Headword (normalized/stripped):
ματαιοπονημα
IDX:
54820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54821
Key:

Data

{'content': 'work done in vain'}