Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μασχαλίσματα
μασχαλισμός
μασχαλιστήρ
ματᾴζω
ματαιοβαστάκτης
ματαιόκομπος
ματαιολογέω
ματαιολογία
ματαιολόγος
ματαιοποιός
ματαιοπονέω
ματαιοπόνημα
ματαιοπονία
ματαιοπόνος
ματαιοπώγων
μάταιος
ματαιότεκνος
ματαιοτεχνία
ματαιότης
ματαιόφρων
ματαιοφωνία
View word page
ματαιοπονέω
labour in vain
ShortDef
labour in vain
Debugging
Headword:
ματαιοπονέω
Headword (normalized):
ματαιοπονέω
Headword (normalized/stripped):
ματαιοπονεω
IDX:
54819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54820
Key:
Data
{'content': 'labour in vain'}