Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μασχάλιον
μασχαλίσματα
μασχαλισμός
μασχαλιστήρ
ματᾴζω
ματαιοβαστάκτης
ματαιόκομπος
ματαιολογέω
ματαιολογία
ματαιολόγος
ματαιοποιός
ματαιοπονέω
ματαιοπόνημα
ματαιοπονία
ματαιοπόνος
ματαιοπώγων
μάταιος
ματαιότεκνος
ματαιοτεχνία
ματαιότης
ματαιόφρων
View word page
ματαιοποιός
acting foolishly

ShortDef

acting foolishly

Debugging

Headword:
ματαιοποιός
Headword (normalized):
ματαιοποιός
Headword (normalized/stripped):
ματαιοποιος
IDX:
54818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54819
Key:

Data

{'content': 'acting foolishly'}