Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μασχαλίζω
μασχάλιον
μασχαλίσματα
μασχαλισμός
μασχαλιστήρ
ματᾴζω
ματαιοβαστάκτης
ματαιόκομπος
ματαιολογέω
ματαιολογία
ματαιολόγος
ματαιοποιός
ματαιοπονέω
ματαιοπόνημα
ματαιοπονία
ματαιοπόνος
ματαιοπώγων
μάταιος
ματαιότεκνος
ματαιοτεχνία
ματαιότης
View word page
ματαιολόγος
talking idly, at random

ShortDef

talking idly, at random

Debugging

Headword:
ματαιολόγος
Headword (normalized):
ματαιολόγος
Headword (normalized/stripped):
ματαιολογος
IDX:
54817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54818
Key:

Data

{'content': 'talking idly, at random'}