Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μασχαλιαία
μασχαλίζω
μασχάλιον
μασχαλίσματα
μασχαλισμός
μασχαλιστήρ
ματᾴζω
ματαιοβαστάκτης
ματαιόκομπος
ματαιολογέω
ματαιολογία
ματαιολόγος
ματαιοποιός
ματαιοπονέω
ματαιοπόνημα
ματαιοπονία
ματαιοπόνος
ματαιοπώγων
μάταιος
ματαιότεκνος
ματαιοτεχνία
View word page
ματαιολογία
idle talk

ShortDef

idle talk

Debugging

Headword:
ματαιολογία
Headword (normalized):
ματαιολογία
Headword (normalized/stripped):
ματαιολογια
IDX:
54816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54817
Key:

Data

{'content': 'idle talk'}