Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μασχάλη
μασχαλιαία
μασχαλίζω
μασχάλιον
μασχαλίσματα
μασχαλισμός
μασχαλιστήρ
ματᾴζω
ματαιοβαστάκτης
ματαιόκομπος
ματαιολογέω
ματαιολογία
ματαιολόγος
ματαιοποιός
ματαιοπονέω
ματαιοπόνημα
ματαιοπονία
ματαιοπόνος
ματαιοπώγων
μάταιος
ματαιότεκνος
View word page
ματαιολογέω
to talk idly, at random

ShortDef

to talk idly, at random

Debugging

Headword:
ματαιολογέω
Headword (normalized):
ματαιολογέω
Headword (normalized/stripped):
ματαιολογεω
IDX:
54815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54816
Key:

Data

{'content': 'to talk idly, at random'}