Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μασύντης
μασχάλη
μασχαλιαία
μασχαλίζω
μασχάλιον
μασχαλίσματα
μασχαλισμός
μασχαλιστήρ
ματᾴζω
ματαιοβαστάκτης
ματαιόκομπος
ματαιολογέω
ματαιολογία
ματαιολόγος
ματαιοποιός
ματαιοπονέω
ματαιοπόνημα
ματαιοπονία
ματαιοπόνος
ματαιοπώγων
μάταιος
View word page
ματαιόκομπος
idly boasting
ShortDef
idly boasting
Debugging
Headword:
ματαιόκομπος
Headword (normalized):
ματαιόκομπος
Headword (normalized/stripped):
ματαιοκομπος
IDX:
54814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54815
Key:
Data
{'content': 'idly boasting'}