Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μάστωρ
μασύντης
μασχάλη
μασχαλιαία
μασχαλίζω
μασχάλιον
μασχαλίσματα
μασχαλισμός
μασχαλιστήρ
ματᾴζω
ματαιοβαστάκτης
ματαιόκομπος
ματαιολογέω
ματαιολογία
ματαιολόγος
ματαιοποιός
ματαιοπονέω
ματαιοπόνημα
ματαιοπονία
ματαιοπόνος
ματαιοπώγων
View word page
ματαιοβαστάκτης
nugigerulus

ShortDef

nugigerulus

Debugging

Headword:
ματαιοβαστάκτης
Headword (normalized):
ματαιοβαστάκτης
Headword (normalized/stripped):
ματαιοβαστακτης
IDX:
54813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54814
Key:

Data

{'content': 'nugigerulus'}