Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαστροπώδης
Μάστωρ
μασύντης
μασχάλη
μασχαλιαία
μασχαλίζω
μασχάλιον
μασχαλίσματα
μασχαλισμός
μασχαλιστήρ
ματᾴζω
ματαιοβαστάκτης
ματαιόκομπος
ματαιολογέω
ματαιολογία
ματαιολόγος
ματαιοποιός
ματαιοπονέω
ματαιοπόνημα
ματαιοπονία
ματαιοπόνος
View word page
ματᾴζω
to speak or work folly

ShortDef

to speak or work folly

Debugging

Headword:
ματᾴζω
Headword (normalized):
ματᾴζω
Headword (normalized/stripped):
ματαζω
IDX:
54812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54813
Key:

Data

{'content': 'to speak or work folly'}