Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαστροπός
μαστροπώδης
Μάστωρ
μασύντης
μασχάλη
μασχαλιαία
μασχαλίζω
μασχάλιον
μασχαλίσματα
μασχαλισμός
μασχαλιστήρ
ματᾴζω
ματαιοβαστάκτης
ματαιόκομπος
ματαιολογέω
ματαιολογία
ματαιολόγος
ματαιοποιός
ματαιοπονέω
ματαιοπόνημα
ματαιοπονία
View word page
μασχαλιστήρ
a broad strap passing round the horse

ShortDef

a broad strap passing round the horse

Debugging

Headword:
μασχαλιστήρ
Headword (normalized):
μασχαλιστήρ
Headword (normalized/stripped):
μασχαλιστηρ
IDX:
54811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54812
Key:

Data

{'content': 'a broad strap passing round the horse'}