Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μαστροπικός
μαστροπός
μαστροπώδης
Μάστωρ
μασύντης
μασχάλη
μασχαλιαία
μασχαλίζω
μασχάλιον
μασχαλίσματα
μασχαλισμός
μασχαλιστήρ
ματᾴζω
ματαιοβαστάκτης
ματαιόκομπος
ματαιολογέω
ματαιολογία
ματαιολόγος
ματαιοποιός
ματαιοπονέω
ματαιοπόνημα
View word page
μασχαλισμός
mutilation
ShortDef
mutilation
Debugging
Headword:
μασχαλισμός
Headword (normalized):
μασχαλισμός
Headword (normalized/stripped):
μασχαλισμος
IDX:
54810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54811
Key:
Data
{'content': 'mutilation'}